πλαγιώ

πλαγιώ
-όω, Α [πλάγιος]
τοποθετώ, σύρω ή στρέφω κάτι προς τα πλάγια, τό πλαγιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαγίω — πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc dual πλάγιον placed sideways neut gen sg (doric aeolic) πλάγιος placed sideways masc/neut nom/voc/acc dual πλάγιος placed sideways masc/neut gen sg (doric aeolic) πλάγιος placed sideways masc/fem/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίῳ — πλάγιον placed sideways neut dat sg πλάγιος placed sideways masc/neut dat sg πλάγιος placed sideways masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • πλαγίωσις — ώσεως, ἡ, Α [πλαγιώ] (κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”